-
1 дифференциальный
επ.1. διάφορος•-ая рента διαφορική εγγεια πρόσοδος.
2. (μαθ.) διαφορικός•-ое исчисление διαφορικός συλλογισμός•
-ая геометрия διαφορική ή απειροστική γεωμετρία.
-
2 дифференциальный
дифференциал||ьныйприл эк., мат διαφορικός:\дифференциальныйьная рента зк. ἡ διαφορική ἐγγεια πρόσοδος· \дифференциальныйьное исчисление мат ὁ διαφορικός λογισμός. -
3 тормоз
тех. η πέδητο φρένοвоздушный - η αεροπέδη, το αερόφρενοножной - το ποδόφρενο, ο ποδομοχλός πέδησης- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тормоз